- ακολακος
- ἀκόλακοςἀ-κόλᾰκος2не льстящий, нельстивый Diog.L.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ακόλακος — ἀκόλακος, ον (Α) αυτός που δεν κολακεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κόλαξ] … Dictionary of Greek
ἀκόλακον — ἀκόλακος masc/fem acc sg ἀκόλακος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόλακοι — ἀκόλακος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)